ισοφαρίζω — ισοφαρίζω, ισοφάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισοφαρίζω — ισοφάρισα, ισοφαρίστηκα, ισοφαρισμένος 1. μτβ., εξισώνω ποσοτικά κάτι με κάτι άλλο, αντισταθμίζω. 2. αμτβ., εξισώνομαι, γίνομαι ίσος: Η ομάδα μας ισοφάρισε στο τελευταίο λεπτό του αγώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσοφαρίζει — ἰσοφαρίζω match oneself with pres ind mp 2nd sg ἰσοφαρίζω match oneself with pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζον — ἰσοφαρίζω match oneself with pres part act masc voc sg ἰσοφαρίζω match oneself with pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζειν — ἰσοφαρίζω match oneself with pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζεις — ἰσοφαρίζω match oneself with pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζοντες — ἰσοφαρίζω match oneself with pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζων — ἰσοφαρίζω match oneself with pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισοφαρίζω — ἀντί ἰσοφαρίζω match oneself with pres subj act 1st sg ἀντί ἰσοφαρίζω match oneself with pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφάρισεν — ἰ̱σοφάρισεν , ἰσοφαρίζω match oneself with aor ind act 3rd sg ἰσοφαρίζω match oneself with aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)